μέλοντος

μέλοντος
μέλω
to be an object of care
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ονειροκριτικός — ή, ό (ΑΜ ὀνειροκριτικός, ή, όν) [ονειροκρίτης] 1. αυτός που αναφέρεται στην ονειροκρισία 2. αυτός που είναι ικανός στην ερμηνεία τών ονείρων («ἐκ πινακίου τινὸς ὀνειροκριτικού», Πλούτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνειροκριτική η τέχνη τής πρόγνωσης τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”